- κομπλιμεντάρω
- (λ. ιταλ.), κάνω κομπλιμέντα, χαϊδεύω, κολακεύω: Όλοι τον αγαπούν, γιατί τους κομπλιμεντάρει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομπλιμεντάρω — κομπλιμεντάρω, κομπλιμεντάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομπλιμεντάρω — κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento] … Dictionary of Greek
κομπλιμεντάρισμα — το [κομπλιμεντάρω] φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
κοπλιμεντάρω — βλ. κομπλιμεντάρω … Dictionary of Greek